- εξασφαλίζομαι
- εξασφαλίζομαι, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐξασφαλίζομαι — ἐξασφαλίζω make secure pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
κατασφαλίζομαι — (AM κατασφαλίζομαι, Μ και ενεργ. κατασφαλίζω) ασφαλίζομαι, εξασφαλίζομαι εντελώς, γίνομαι τελείως ασφαλής μσν. 1. οχυρώνω 2. φράζω, βουλλώνω κάτι 3. κλειδώνω καλά 4. φυλακίζω, περιορίζω κάποιον 5. αποκλείω κάποιον κάπου μσν. αρχ. επιβεβαιώνω,… … Dictionary of Greek
οχυρώνω — (ΑΜ ὀχυρῶ, όω) [οχυρός] 1. εξασφαλίζω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου ή μιας στρατιωτικής θέσης με τεχνικά μέσα, τήν καθιστώ δυσπρόσβλητη από τον εχθρό («τὴν πόλιν ὀχυροῡν», Πολ.) 2. (μέσ. και παθ.) οχυρώνομαι εξασφαλίζομαι από επίθεση,… … Dictionary of Greek
παρασφαλίζω — Α [ασφαλίζω] 1. ασφαλίζω με πρόσθετη ασφάλεια 2. μέσ. παρασφαλίζομαι εξασφαλίζομαι με πρόσθετες οχυρώσεις, ασφαλίζομαι στα πλάγια … Dictionary of Greek